κοιλωπις

κοιλωπις
    κοιλῶπις
    -ιδος Anth. adj. f к κοιλωπός См. κοιλωπος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κοιλωπις" в других словарях:

  • κοιλώπις — κοιλῶπις, ἡ (Α) βλ. κοιλωπής …   Dictionary of Greek

  • κοιλῶπις — holloweyed fem nom sg κοιλωπής fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλῶπιν — κοιλῶπις holloweyed fem acc sg κοιλωπής fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιλωπής — κοιλωπής, ές, θηλ. και κοιλῶπις, ώπιδος (Α) 1. αυτός που έχει κοίλα, βαθουλά μάτια 2. κοίλος, βαθουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + ωπής (< θ. ωπ τού ὄπωπα), πρβλ. αμβλυ ωπής, πολυ ωπής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»